400 χρόνια επανάστασης
Γεννήθηκε στους Λιβανάτες της Λοκρίδας στις αρχές της δεκαετίας του 1740. Σε νεαρή ηλικία έγινε κλέφτης και εντάχθηκε στο κλέφτικο σώμα του Μήτρου Βλαχοθανάση, του οποίου και έγινε πρωτοπαλίκαρο σε ηλικία 20 ετών. Σύντομα δημιούργησε δικό του σώμα και δρούσε ανεξάρτητος στον Παρνασσό. Με τα Ορλωφικά ο Βλαχοθανάσης σκοτώθηκε και ο Ανδρίτσος πήρε τη θέση του (κατ’ άλλους ο Βλαχοθανάσης τού είχε παραχωρήσει την αρχηγία πριν από τον θάνατό του) και αναγνωρίστηκε απ’ όλους ως γενικός αρχηγός των κλεφτών της Ρούμελης. Το 1787 αναγνωρίστηκε από τον Σουλτάνο ως γενικός δερβέναγας της Στερεάς, όμως η επιρροή του έφτανε ως την Εύβοια και τη Θεσσαλία.
Το 1790 ακολούθησε στο επαναστατικό κίνημα τον Λάμπρο Κατσώνη με βέβαιη τη συμμετοχή του στις επιχειρήσεις της Κέας και της Τενέδου. Το 1792 με 800 παλικάρια του συμπαραστάθηκε στον Κατσαντώνη στην οχύρωση του Πόρτο Κάγιο, όπου απέκρουσαν τον ενωμένο τουρκογαλλικό στόλο και σκότωσαν πάνω από 4.000 άνδρες του εχθρού. Προς το τέλος του 1792 συναντήθηκε με τον περίφημο κλεφταρματωλό Ζαχαριά, που εκείνο τον καιρό ήταν ο αρχηγός της Ομοσπονδίας των αρματωλών της Πελοποννήσου, και οι δυο τους με τα κλέφτικα σώματά τους πέτυχαν θαυμαστά κατορθώματα νικώντας επανειλημμένα τους Τούρκους του Μοριά. Ο Ανδρίτσος από το Αίγιο πέρασε στην απέναντι όχθη αντίκρυ στα Άσπρα Σπίτια της Ρούμελης. Εκεί κατά σύσταση του Ζαχαριά εργάστηκε για την ένωση των καπεταναίων της Ρούμελης, ενόψει της επαναστάσεως, που είχαν σχεδιάσει μαζί με τον μεγάλο καπετάνιο του Μοριά και που θα βοηθούσαν οι Γάλλοι. Αλλά τα συμφέροντα των Γάλλων υπαγόρευαν άλλα και η επανάσταση δεν έγινε. Απογοητευμένος ο Ανδρίτσος κίνησε να πάει στη Ρωσία να ζητήσει τη βοήθεια του Τσάρου. Στο Κατάρο της Αλβανίας τον συνέλαβαν οι Βενετοί και τον παρέδωσαν στους Τούρκους, οι οποίοι ύστερα από φρικτά βασανιστήρια τον θανάτωσαν και πέταξαν το σώμα του στον Βόσπορο. Ο Ανδρίτσος, γενναίος, σκληρός και ατρόμητος, είναι ο χαρακτηριστικότερος και αντιπροσωπευτικότερος τύπος του κλεφταρματωλισμού στην Ελλάδα της Τουρκοκρατίας.
Ο περιώνυμος τούτος επαναστάτης, απογοητευμένος από την εξέλιξη των Ορλωφικών, αρχίζει έναν δικό του αγώνα. Εξοπλίζει το καΐκι του το 1771 και καταλαμβάνει τη Σαλαμίνα. Ξεσηκώνει του Σαλαμίνιους και στρατολογώντας παλικάρια από τα χωριά της Αττικής καταρτίζει στολίσκο και στρατό της ξηράς και με ορμητήριο τη Σαλαμίνα κάνει επιθέσεις εναντίον των Τούρκων. Στον Κερατόπυργο, δυτικά της Ελευσίνας, κατανικάει ένα σώμα εκατό Τούρκων στρατιωτών, που πηγαίνουν από το Ναύπλιο να ενισχύσουν τη φρουρά της Ακροπόλεως. Η Πύλη εξαπολύει στρατό εναντίον του το 1772. Σε μια μάχη ο λιονταρόψυχος Μενιδιάτης πληγώνεται και λίγο αργότερα πεθαίνει. Πολλά από τα παλικάρια του, όλοι αρβανιτόφωνοι από τα αρβανιτοχώρια της Αττικής, πιάνονται αιχμάλωτοι και βρίσκουν μαρτυρικό θάνατο με σκληρά βασανιστήρια.
Ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης ήταν ο πιο φημισμένος πολέμαρχος όλων των Κολοκοτρωναίων μετά τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Γιος του Γιαννάκη Κολοκοτρώνη, ανέλαβε την αρχηγία της ομάδας εκείνου μετά τον θάνατό του σε συνεργασία με τ’ αδέρφια του. Ήταν φίλος με τον καπετάνιο Παναγιώταρο Βενετσανάκη, που είχε αναπτύξει μεγάλη δράση στον Ταΰγετο και τη Μάνη, και με τον καπετάν Ζαχαριά. Και ο Κωνσταντής και ο Βενετσανάκης έλαβαν μέρος στα Ορλωφικά.
Ο Καπουδάν πασάς Χασάν αποφάσισε να υποτάξει και τους κλέφτες της Πελοποννήσου. Κάλεσε λοιπόν για προσκύνημα τους πιο ξακουστούς από αυτούς, τον Κωνσταντή Κολοκοτρώνη και τον Παναγιώταρο Βενετσανάκη. Οι δύο θρυλικές μορφές της κλεφτουριάς αρνήθηκαν και οχυρώθηκαν με τα παλικάρια τους και με τις οικογένειές τους σε δύο πύργους στην Καστάνια της Μάνης. Οι Τούρκοι τους πολιόρκησαν για δώδεκα μερόνυχτα, εμποδίζοντας κάθε βοήθεια. Οι πολιορκημένοι με τα γιαταγάνια στα χέρια έκαναν ηρωική έξοδο. Στη μάχη σκοτώθηκαν οι περισσότεροι από αυτούς. Ανάμεσα στους διασωσμένους ήταν και η γυναίκα του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη και τρία από τα έξι παιδιά τους. Μαζί και ο μικρός Θεόδωρος, που έμελλε να γίνει ο θρυλικός στρατηγός της Επανάστασης του 1821. Ο λαός θρήνησε τον ηρωικό θάνατο των δύο παλικαριών μέσα από τα τραγούδια του:
Τι έχουν της Μάνης τα βουνά όπου είναι βουρκωμένα;
Καν ο βοριάς τα βάρεσε, καν η νοτιά τα πήρε;
Μηδέ νοτιά τα βάρεσε, μηδ’ ο βοριάς τα πήρε,
Παλεύει ο καπετάν πασιάς με τον Κολοκοτρώνη.
Ποιος είναι ο Παναγιώταρος, ποιον λεν Κολοκοτρώνη;
Να ‘ρθουν να προσκυνήσουνε, ραγιάδες να γενούνε.
Τ’ ακούει ο Παναγιώταρος, παράξενο του φάνη,
Δεν προσκύνουμ΄Αλήμπεη, ο νους σου μην το βάνει
Τ’ άρματα δεν τα δίνομε, ραγιάδες να γενούμε,
Παρά θα γένη πόλεμος με τόπια, με ντουφέκια.
Κι Αλήμπεης, σαν τ’ άκουσε πολύ του κακοφάνη,
Δώδεκα μέρες πολεμάει με τόπια, με ντουφέκια.
Μέχρι τον Ιούνιο του 1789, ο Κατσώνης έλεγχε με τα καράβια του όλο το Αιγαίο και συνέχιζε τη δράση του κατά των Τούρκων. Προέτρεπε τους Έλληνες να σταματήσουν να πληρώνουν φόρους και να επαναστατήσουν εναντίον των Οθωμανών, ενώ κούρσευε τα πλοία τους. Ασφαλώς, η συμπεριφορά του δεν άρεσε καθόλου στον Σουλτάνο, ο οποίος αρχικά προσπάθησε να τον εξαγοράσει προσφέροντάς του ένα νησί ως αντάλλαγμα για την παύση των εχθροπραξιών. Ο Κατσώνης αρνήθηκε και ο Σουλτάνος εξαπέλυσε εναντίον του τον τουρκικό στόλο. Στις 3 Αυγούστου συγκρούστηκαν στο στενό της Μακρονήσου. Ο Κατσώνης επικράτησε, αλλά λίγες μέρες αργότερα, οι Τούρκοι τον περικύκλωσαν στη Τζιά, όπου είχε καταφύγει για ανασυγκρότηση. Τον εγκλώβισαν με 26 πλοία στο «Στενό της Κόκκας», απέναντι από το Βουρκάρι. Σύμφωνα με τον θρύλο, ο αποφασιστικός Κατσώνης αντί να παραδοθεί έσυρε με τη βοήθεια των ανδρών του το πλοίο του πάνω από τη στενή λωρίδα γης χρησιμοποιώντας κορμούς δέντρων αλειμμένων με χοιρινό λίπος και απέδρασε στην ανοιχτή θάλασσα!