400 χρόνια σκλαβιάς
Εφτά το πρωί ήρθαν ο κατής (=μουσουλμάνος δικαστής που δίκαζε με βάση τον ισλαμικό νόμο) κι ο αρχηγός του σώματος των γενιτσάρων με τον γραμματέα, να πιάσουνε δουλειά. Κάθισαν σταυροπόδι στα χαλιά, που ήταν απλωμένα καταγής. Πίσω τους ήρθαν και σταθήκανε πέντε γενίτσαροι αρματωμένοι ως τα δόντια.
Ταράχτηκε ο κόσμος. Οι χριστιανοί προχώρησαν μπροστά τους. Όλοι είχανε κλαμένα μάτια. Όλοι κρατούσαν από το χέρι ένα-δύο παιδιά. Ο γραμματέας γύρισε κατά το πλήθος των χριστιανών και φώναξε με ψιλή στεγνή φωνή:
- Αηδονόπουλος... ο Γιώργης του Στρατή! Δύο παιδιά… Εδώ μπροστά!
Ξεχώρισε ο Γιώργης του Στρατή από τον όχλο μέσα, έχοντας μπροστά τα δύο παιδιά του, οχτώ και δέκα χρονών. Τα παιδιά μήτε που κλαίγανε πια απ’ την πολλή τρομάρα. Είχαν ανοίξει διάπλατα τα μάτια τους και κοίταζαν. Ο πατέρας γεμάτος αγωνία δεν τολμούσε να ξεστομίσει λέξη. Ο Τούρκος τα εξέταζε. Από μέσα του ο πατέρας μουρμούρισε:
- Θεέ μου, βοήθα μας στη δυστυχία μας… Σου τάζω, Θεέ μου, δύο λαμπάδες ίσαμε το μπόι των παιδιών…
Πήρανε του Γιώργη το ένα το παιδί, το πιο γερό, το πιο όμορφο. Εκείνο που το καμάρωνε. Και τότε πέρασαν στη σειρά όλοι οι χριστιανοί, όσοι είχαν αγόρι από εφτά έως δεκαπέντε χρονών. Πιο πίσω ένας πατέρας που έχει τρία παιδιά και του παίρνουν τα δύο.
- Αμάν, εφέντημ, ένα παιδί από κάθε σπίτι λέει ο νόμος. Λυπήσου μας…
Ασυγκίνητος ο Τούρκος διέταξε τους γενίτσαρους να τα πάρουν και τα δύο παιδιά, γιατί και τα δύο τα ‘χει ανάγκη ο Σουλτάνος. Τον πατέρα τον τραβάνε πιο πέρα κάτι άλλοι χριστιανοί, να τον σώσουν.
Μετά ένας πατέρας με μοναχογιό.
- Δεν τα παίρνουν τα μοναχοπαίδια, μπέη μου, παρακαλούσε ο δυστυχισμένος κι αγκάλιαζε το παιδί του. Μα ένας γενίτσαρος του το άρπαξε μες απ’ τα χέρια.
Κι έπειτα μια χήρα με τέσσερα παιδιά. Την φέρνουνε λιπόθυμη, για να της πάρουνε το ένα. Πάντα το πιο γερό, πάντα το πιο όμορφο έπαιρναν. Οι άλλοι οι χριστιανοί τη σήκωσαν στα χέρια αναίσθητη, ξεμαλλιασμένη. Μα το παιδί που έχανε τη μάνα του βάλθηκε να φωνάζει προς τον Τούρκο. Τότε ένας γενίτσαρος που βρέθηκε πιο κοντά, ορμά με την χατζάρα και παίρνει το κεφαλάκι του παιδιού.
Τα παιδιά βουβά από την τρομάρα, είχανε πάψει πια το κλάμα. Όμως μεμιάς τώρα ξαναρχινάνε τ’ αναφιλητά. Κλαίνε, κλαίνε καθώς ξέρουν να κλαίνε μόνο τα παιδιά, για να ραγίζουν και τις πέτρες.
Ράνσιμαν Στ., Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία, α΄ τόμος